- μεταπνέω
- μεταπνέω (ΑΜ, Α και μεταπνείω)αναπνέω πάλι, ξαναπαίρνω αναπνοή, ανακουφίζομαιμσν.ξαναζώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + πνέω «φυσώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταπνεῦσαι — μεταπνέω recover breath pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπνεύσῃ — μεταπνέω recover breath pres part act fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπνείω — (Α) βλ. μεταπνέω … Dictionary of Greek
μεταπνοή — μεταπνοή, ἡ (Α) [μεταπνέω] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀναλαμβάνειν πνοήν, ἀναπνοήν, ἀνάπαυσις, ἀνακούφισις, αναψυχή» … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek